- φρικοποιός
- φρῑκοποιός, όν,A causing a shuddering, Diph.Siph. ap. Ath.3.74c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρικοποιός — causing a shuddering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρικοποιός — όν, Α αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος» + ποιός*] … Dictionary of Greek